- κατατετραίνω
- κατατετραίνω και κατατιτραίνω (Α)διατρυπώ, κατατρυπώ («κατέτρησα τὴν σάρκα», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τετραίνω «τρυπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακατάτρητος — ἀκατάτρητος, ον (Α) [κατατετραίνω] αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή που δεν έχει τρύπα, κοιλότητα «ἀκατάτρητον ὀστοῡν» (Γαλην. 4, 522 d) … Dictionary of Greek
κατατιτρώ — κατατιτρῶ, άω (Α) κατατετραίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτρῶ «διατρυπώ»] … Dictionary of Greek